ντεκουπάρω

ντεκουπάρω
(φωτογρ.-τυπογρ.) διαχωρίζω μια εικόνα ή τμήμα της από το φόντο της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decouper «τεμαχίζω, αποχωρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ντεκουπαριστός — ή, ό (φωτογρ. τυπογρ.) (σχετικά με εικόνα ή τμήμα της) αυτός που έχει αποχωριστεί από το φόντο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντεκουπάρω, κατά τα επίθ. σε ιστός από ρ. σε ίζω (πρβλ. φουλάρω: φουλαριστός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”